Εργάτης στα πολωνικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrobnik, robotnik, pracownik, pracownica, pracownika, worker
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας πολωνικά, εργάτης στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα πολωνικά - kochanek, amant, amator, wielbiciel, miłośnik, ukochany, kochanka, ...
- εργάζομαι στα πολωνικά - pracować, dzieło, robota, zajęcie, obrabiać, obrobić, ból, ...
- εργαζόμενος στα πολωνικά - praca, pracujący, działanie, pracy, pracuje
- εργαλείο στα πολωνικά - wprowadzać, artykuł, zastosować, realizować, przyrząd, narzędzie, instrument, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wyrobnik, robotnik, pracownik, pracownica, pracownika, worker
Μεταφράσεις: wyrobnik, robotnik, pracownik, pracownica, pracownika, worker