Εργάτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbuotojas, darbuotojui, darbuotojų, darbuotojo, darbuotoja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εργάτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα λιθουανικά - meilužis, įsimylėjėlis, mylėtojas, lover, romanas, meilužio
- εργάζομαι στα λιθουανικά - darbas, dirbti, triūsas, veikti, kūrinys, darbo, darbai, ...
- εργαζόμενος στα λιθουανικά - darbo, dirba, dirbti, dirbant, darbas
- εργαλείο στα λιθουανικά - instrumentas, įrankis, priemonė, priemone
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: darbuotojas, darbuotojui, darbuotojų, darbuotojo, darbuotoja
Μεταφράσεις: darbuotojas, darbuotojui, darbuotojų, darbuotojo, darbuotoja