Εργάτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trabalhador, trabalho, lidar, obreiro, dos trabalhadores, trabalhador de, do trabalhador, trabalhador da
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εργάτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα πορτογαλικά - caro, belo, amante, encantador, formoso, amante do, amante de, ...
- εργάζομαι στα πορτογαλικά - trabalhar, laborar, lidar, trabalhosamente, trabalho, palavra, labor, ...
- εργαζόμενος στα πορτογαλικά - trabalhar, trabalho, trabalhando, trabalha, de trabalho
- εργαλείο στα πορτογαλικά - instrutor, implantar, mestre, ferramenta, que, instrumento, implementar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: trabalhador, trabalho, lidar, obreiro, dos trabalhadores, trabalhador de, do trabalhador, trabalhador da
Μεταφράσεις: trabalhador, trabalho, lidar, obreiro, dos trabalhadores, trabalhador de, do trabalhador, trabalhador da