Εργάτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkman, arbeider, werkkracht, werker, werkster, werknemer, werknemers
Εργάτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργάτης

εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εργάτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εραστής στα ολλανδικά - minnaar, vrijster, minnares, geliefde, vriend, vriendin, liefhebber, ...
  • εργάζομαι στα ολλανδικά - werken, maken, emplooi, arbeid, werkplek, werk, voortbrengen, ...
  • εργαζόμενος στα ολλανδικά - werkend, werkzaam, werk-, werken, werkt
  • εργαλείο στα ολλανδικά - werktuig, middel, gereedschap, instrument, hulpmiddel, onderzoekshulpmiddel
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: werkman, arbeider, werkkracht, werker, werkster, werknemer, werknemers