Εργάτης στα ουγγρικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkás, munkavállaló, munkavállalók, dolgozó, munkavállalónak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εργάτης στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα ουγγρικά - kedves, szerető, szeretője, szerelmes, szerelme, kedvese
- εργάζομαι στα ουγγρικά - munka, munkát, munkáját, munkája, a munka
- εργαζόμενος στα ουγγρικά - dolgozó, dolgozik, munka, működik, munkanapon
- εργαλείο στα ουγγρικά - segédeszköz, szerszám, szerszámgép, eszköz, eszközt, eszköze
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: munkás, munkavállaló, munkavállalók, dolgozó, munkavállalónak
Μεταφράσεις: munkás, munkavállaló, munkavállalók, dolgozó, munkavállalónak