Καύκαλο στα αλβανικά
Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korr, kafkë, carapace
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύκαλο
καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας αλβανικά, καύκαλο στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- καχύποπτος στα αλβανικά - i dyshimtë, dyshues, dyshimtë, dyshimta, të dyshimtë
- καψαλίζω στα αλβανικά - përzhit, e djegur e lehtë, digjem, përcëlloj, djegur e lehtë
- καύση στα αλβανικά - përvëlues, djegia, djegie, djegia e, djegien
- καύσιμα στα αλβανικά - karburant, lëndë djegëse, karburantit, e karburantit, të karburantit
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: korr, kafkë, carapace
Μεταφράσεις: korr, kafkë, carapace