Καύκαλο στα τούρκικα

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kafatası, kabuk, karapaks, karapas, carapace, karapaksın
Καύκαλο στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας τούρκικα, καύκαλο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα τούρκικα - şüpheli, şüpheli bir, kuşkulu, şüphe
  • καψαλίζω στα τούρκικα - yanmak, kavurmak, alazlamak, alazlama, ağır konuşmak, hızlı gitmek
  • καύση στα τούρκικα - yanan, yanma, yazma, yakma, yakıcı
  • καύσιμα στα τούρκικα - yakıt, akaryakıt, yakıtı, fuel
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kafatası, kabuk, karapaks, karapas, carapace, karapaksın