Καύκαλο στα σλοβενικά
Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oklep, koša
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύκαλο
καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας σλοβενικά, καύκαλο στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- καχύποπτος στα σλοβενικά - sumljivo, nezaupljivi, sumljivi, sumljiva, sumljiv
- καψαλίζω στα σλοβενικά - ožganine, ožganine od, zamreženja, Oprljiti
- καύση στα σλοβενικά - gorenja, pekoč, kurjenje, pekoč občutek, gorenje
- καύσιμα στα σλοβενικά - gorivo, goriva, za gorivo, gorivom
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: oklep, koša
Μεταφράσεις: oklep, koša