Καύκαλο στα ισλανδικά
Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
carapace
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύκαλο
καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καύκαλο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καχύποπτος στα ισλανδικά - grunsamur, grunsamlegt, grunsamlega, grunsamlegur, tortryggni, tortryggileg
- καψαλίζω στα ισλανδικά - brenna, klóra, að klóra, að brenna, er að klóra
- καύση στα ισλανδικά - brennsla, brennandi, brennslu, bruni, bruna, Sviði
- καύσιμα στα ισλανδικά - eldsneyti, eldsneytis, Eldsneytið
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: carapace
Μεταφράσεις: carapace