Καύκαλο στα λετονικά

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvaskauss, vairodziņš, čaulas, vairodziņi
Καύκαλο στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας λετονικά, καύκαλο στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα λετονικά - aizdomīgs, aizdomīgu, aizdomīga, aizdomīgi, aizdomīgiem
  • καψαλίζω στα λετονικά - apdegums, apdedzināt, apsvilināt
  • καύση στα λετονικά - degšana, dedzināšana, degšanas, sadedzināšana, dedzināšanas
  • καύσιμα στα λετονικά - kurināmais, degviela, degvielas, kurināmā, degvielu
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: galvaskauss, vairodziņš, čaulas, vairodziņi