Καύκαλο στα ισπανικά

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calavera, corteza, casco, costra, cráneo, carapacho, caparazón, del caparazón, de caparazón, caparazón de
Καύκαλο στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας ισπανικά, καύκαλο στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα ισπανικά - desconfiado, sospechoso, receloso, suspicaz, sospechosa
  • καψαλίζω στα ισπανικά - chamuscar, socarrar, picar, quemadura, sollamar, requemar, quemar, ...
  • καύση στα ισπανικά - combustión, ardor, ardiente, incendio, quema
  • καύσιμα στα ισπανικά - combustible, carburante, de combustible, combustibles, del combustible
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: calavera, corteza, casco, costra, cráneo, carapacho, caparazón, del caparazón, de caparazón, caparazón de