Καύκαλο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчыток
Καύκαλο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καύκαλο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα λευκορωσικά - падазроны, падазроную
  • καψαλίζω στα λευκορωσικά - апёк, абпаліна
  • καύση στα λευκορωσικά - спальванне, спальвання, спальваньне, да спальвання
  • καύσιμα στα λευκορωσικά - паліва
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шчыток