Καύκαλο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
череп, корка, раковина, черупката, черупка, на черупката, карапакс
Καύκαλο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καύκαλο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα βουλγαρικά - подозрителен, подозрително, подозрителни, подозрителна, съмнителни
  • καψαλίζω στα βουλγαρικά - лудо каране, бясно каране, изгарям се, обгарям, карам бясно
  • καύση στα βουλγαρικά - изгаряне, горене, изгарянето, изгаряне на, парене
  • καύσιμα στα βουλγαρικά - гориво, на гориво, горивото, горива
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: череп, корка, раковина, черупката, черупка, на черупката, карапакс