Καύκαλο στα φινλανδικά

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kallo, hanki, pääkallo, hävyttömyys, kamara, rupi, julkeus, selkäkilpi, selkäkilven, carapace, selkäkilven loppuun, n selkäkilven
Καύκαλο στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καύκαλο στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα φινλανδικά - epäilevä, hämäräperäinen, epäluuloinen, epäiltävä, luulevainen, epäilyttävä, epäilyttävistä, ...
  • καψαλίζω στα φινλανδικά - palohaava, kärventää, käräyttää, paahtaa, kärähtää, kärventyä, korventaa, ...
  • καύση στα φινλανδικά - poltto, polttava, polttaminen, palava, polttamisen
  • καύσιμα στα φινλανδικά - polttoaine, virike, polttoaineen, polttoainetta, polttoaineiden, polttoaineena
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kallo, hanki, pääkallo, hävyttömyys, kamara, rupi, julkeus, selkäkilpi, selkäkilven, carapace, selkäkilven loppuun, n selkäkilven