Καύκαλο στα δανικά

Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hovedskal, rygskjoldet, skjoldet, rygskjoldsbredde, rygskjoldsbredde på, rygskjold
Καύκαλο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύκαλο

καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας δανικά, καύκαλο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καχύποπτος στα δανικά - mistænkelig, mistænkelige, mistænkeligt, mistænksom, mistænksomme
  • καψαλίζω στα δανικά - svidning, svide, Scorch, version af Scorch, svedne
  • καύση στα δανικά - brænding, afbrænding, brændende, forbrænding, brænder
  • καύσιμα στα δανικά - brændstof, brændsel, brændstoffer, brændstoffet
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hovedskal, rygskjoldet, skjoldet, rygskjoldsbredde, rygskjoldsbredde på, rygskjold