Καύκαλο στα ολλανδικά
Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schedel, schild, rugschild, schaal, carapace, kopborststuk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύκαλο
καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καύκαλο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καχύποπτος στα ολλανδικά - achterdochtig, wantrouwig, verdachte, argwanend, verdacht
- καψαλίζω στα ολλανδικά - verschroeien, schroeien, verzengen, bijten, bijtend bekritiseren
- καύση στα ολλανδικά - verbranding, brandend, branden, brandende, verbranden
- καύσιμα στα ολλανδικά - brandstof, stookmateriaal, brandstoffen, brandstofverbruik, splijtstof, benzine
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schedel, schild, rugschild, schaal, carapace, kopborststuk
Μεταφράσεις: schedel, schild, rugschild, schaal, carapace, kopborststuk