Προσωπείο στα αλβανικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
maskë, maskuar, të maskuar, maskojnë, mask
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας αλβανικά, προσωπείο στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα αλβανικά - aggrade
- προσχώρηση στα αλβανικά - aderim, hyrje, pranimi, aderimit, anëtarësimi, aderimi
- προσωπικά στα αλβανικά - personalisht, personalisht të, personale, personalisht e, vetë
- προσωπικό στα αλβανικά - fakultet, personel, stafi, personeli, stafi i, personeli i, stafit të
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: maskë, maskuar, të maskuar, maskojnë, mask
Μεταφράσεις: maskë, maskuar, të maskuar, maskojnë, mask