Προσωπείο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маска, прикрие, маскира, маскират, да маскира
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προσωπείο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα βουλγαρικά - aggrade
- προσχώρηση στα βουλγαρικά - достъп, присъединяване, присъединяването, присъединяването на, присъединяване към
- προσωπικά στα βουλγαρικά - лично, лична, лично да, персонално
- προσωπικό στα βουλγαρικά - персонал, персонала, служители, служителите, на персонала
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: маска, прикрие, маскира, маскират, да маскира
Μεταφράσεις: маска, прикрие, маскира, маскират, да маскира