Προσωπείο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maravilha, máscara, mascarar, mask, mascaram, disfarçar
Προσωπείο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπείο

πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσωπείο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσχώνω στα πορτογαλικά - conduta, depósito, sedimento, sedimentos, consignar, comportamento, depositar, ...
  • προσχώρηση στα πορτογαλικά - ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
  • προσωπικά στα πορτογαλικά - pessoalmente, pessoal
  • προσωπικό στα πορτογαλικά - faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: maravilha, máscara, mascarar, mask, mascaram, disfarçar