Προσωπείο στα τούρκικα

Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maske, maskesi, maskelemek, maskeleyebilir, mask
Προσωπείο στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπείο

πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσωπείο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • προσχώνω στα τούρκικα - tortu, aggrade
  • προσχώρηση στα τούρκικα - katılım, üyelik, üyeliği, katılımı
  • προσωπικά στα τούρκικα - şahsen, kişisel, bizzat, kişisel olarak
  • προσωπικό στα τούρκικα - personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: maske, maskesi, maskelemek, maskeleyebilir, mask