Προσωπείο στα σουηδικά

Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
maskera, mask, dölja, maskerar, döljer
Προσωπείο στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπείο

πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας σουηδικά, προσωπείο στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • προσχώνω στα σουηδικά - insättning, deponera, sediment, avlagring, fyndighet, aggrade
  • προσχώρηση στα σουηδικά - anslutning, anslutningen, anslutnings, en anslutning
  • προσωπικά στα σουηδικά - personligen, personligt, själv, personlig, personliga
  • προσωπικό στα σουηδικά - stab, personal, personalen, anställda, personal som
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: maskera, mask, dölja, maskerar, döljer