Προσωπείο στα ρουμανικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mască, masca, a masca, mascheze, maschează, masca de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, προσωπείο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα ρουμανικά - depune, sediment, aggrade
- προσχώρηση στα ρουμανικά - adaos, acces, aderare, aderării, aderarea, de aderare
- προσωπικά στα ρουμανικά - personal, personale, personală
- προσωπικό στα ρουμανικά - facultate, personal, personalului, personalul, de personal, a personalului
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: mască, masca, a masca, mascheze, maschează, masca de
Μεταφράσεις: mască, masca, a masca, mascheze, maschează, masca de