Προσωπείο στα λιθουανικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaukė, maskuoti, paslėpti, užmaskuoti, slėpti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσωπείο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα λιθουανικά - Agradować
- προσχώρηση στα λιθουανικά - prisijungimas, narystei, prisijungimo, stojimo, įstojimas
- προσωπικά στα λιθουανικά - asmeniškai, pats
- προσωπικό στα λιθουανικά - personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kaukė, maskuoti, paslėpti, užmaskuoti, slėpti
Μεταφράσεις: kaukė, maskuoti, paslėpti, užmaskuoti, slėpti