Προσωπείο στα εσθονικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maskeerima, mask, varjama, varjata, maskeerida, varjamiseks, maskeerimiseks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας εσθονικά, προσωπείο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα εσθονικά - sissemaks, deposiit, pant, aggrade
- προσχώρηση στα εσθονικά - vastuvõtmine, lisandus, ametisseasumine, ühinemine, ühinemise, ühinemist, ühinemiseks, ...
- προσωπικά στα εσθονικά - isiklikult, personaalselt, ise
- προσωπικό στα εσθονικά - töötajad, personal, sau, töötajate, personali, töötajatele
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: maskeerima, mask, varjama, varjata, maskeerida, varjamiseks, maskeerimiseks
Μεταφράσεις: maskeerima, mask, varjama, varjata, maskeerida, varjamiseks, maskeerimiseks