Προσωπείο στα ισλανδικά

Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gríma, dulið, hylja, falið, mask
Προσωπείο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπείο

πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προσωπείο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσχώνω στα ισλανδικά - aggrade
  • προσχώρηση στα ισλανδικά - aðild, inngöngu, aðild til vörslu, aðildarskjal
  • προσωπικά στα ισλανδικά - persónulega, sjálfur, persónulegra, persónulega að
  • προσωπικό στα ισλανδικά - manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gríma, dulið, hylja, falið, mask