Προσωπείο στα νορβηγικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maske, ansiktsmaske, maskere, skjule, mask
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας νορβηγικά, προσωπείο στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα νορβηγικά - avleiring, innskudd, depositum, sediment, deponere, aggrade
- προσχώρηση στα νορβηγικά - tilgang, tiltredelse, tiltredelses, inntreden, tiltredelsen, tiltredelsesdokument
- προσωπικά στα νορβηγικά - personlig, personlige, selv, inn personlig, personlige og
- προσωπικό στα νορβηγικά - stokk, stang, personale, ansatte, stab, personalet, staff
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: maske, ansiktsmaske, maskere, skjule, mask
Μεταφράσεις: maske, ansiktsmaske, maskere, skjule, mask