Άντληση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
помпен, помпане, изпомпване, помпена, помпената
Άντληση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άντληση

άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άντληση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • άνομος στα βουλγαρικά - разюздан, незаконосъобразен, незаконен, беззаконният, беззаконна
  • άνοστος στα βουλγαρικά - безвкусен, разводнен, блудкаво сантиментален, като помия, вял
  • άντρας στα βουλγαρικά - гадже, мъж, човек, мъж на, човека
  • άντρο στα βουλγαρικά - пещера, каверна, пещерата, кухина
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: помпен, помпане, изпомпване, помпена, помпената