Άντληση στα ολλανδικά

Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pompen, pompende, verpompen, het pompen, pomp
Άντληση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άντληση

άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άντληση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άνομος στα ολλανδικά - wetteloos, wetteloze, lawless, wettelozen, wetteloosheid
  • άνοστος στα ολλανδικά - poeslief, flauw, slap, slappe, halfzachte, besluiteloos, weifelachtig
  • άντρας στα ολλανδικά - samen, knaap, maat, kameraad, vent, partner, aaneen, ...
  • άντρο στα ολλανδικά - hol, spelonk, grot, Cavern, caverne
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pompen, pompende, verpompen, het pompen, pomp