Άντληση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombeamento, bombagem, de bombeamento, bombear, bombeamento de
Άντληση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άντληση

άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άντληση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άνομος στα πορτογαλικά - sem lei, ilegal, lawless, iníquo, anárquica
  • άνοστος στα πορτογαλικά - insosso, fraco, insípido, indecisos, aguado
  • άντρας στα πορτογαλικά - camarada, rapaz, homem, finja, companheiro, menino, o homem, ...
  • άντρο στα πορτογαλικά - caverna, furna, cavern, da caverna, caverna de, gruta
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bombeamento, bombagem, de bombeamento, bombear, bombeamento de