Άντληση στα δανικά
Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pumpning, pumpe, at pumpe, pumpningen, pumpestationer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άντληση
άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας δανικά, άντληση στα δανικά
Μεταφράσεις
- άνομος στα δανικά - lovløse, lovløst, lovløs, lawless, det lovløse
- άνοστος στα δανικά - slap, slapt, fodertilskud, overfladisk
- άντρας στα δανικά - mand, manden, mennesket, menneske
- άντρο στα δανικά - hule, Cavern, hulen, Grotte
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pumpning, pumpe, at pumpe, pumpningen, pumpestationer
Μεταφράσεις: pumpning, pumpe, at pumpe, pumpningen, pumpestationer