Αδερφός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брат, брата, на брат, братко
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφός
αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδερφός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αδερφή στα βουλγαρικά - сестра, на сестра, сестрата, сестрата на
- αδερφικός στα βουλγαρικά - братски, братска, братската, братско, братския
- αδιάβροχος στα βουλγαρικά - непромокаем, водоустойчива, водоустойчив, водоустойчиви, водонепроницаем
- αδιάθετος στα βουλγαρικά - неразположен, неразположение, зле, чувства добре, неразположени
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: брат, брата, на брат, братко
Μεταφράσεις: брат, брата, на брат, братко