Αδερφός στα πολωνικά
Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
braciszek, szwagier, brat, brata, bratem, bracie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφός
αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας πολωνικά, αδερφός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αδερφή στα πολωνικά - dziwny, dziwność, niezwykłość, dziwaczność, dziwaczny, podejrzenie, podejrzany, ...
- αδερφικός στα πολωνικά - braterski, bratni, braterska, braterskiej, braterską, braterskie
- αδιάβροχος στα πολωνικά - wodoodporny, wodoszczelny, nieprzemakalny, wodoodporna, wodoodporne
- αδιάθετος στα πολωνικά - chory, niezdrowy, niedobrze, źle, samopoczucie
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: braciszek, szwagier, brat, brata, bratem, bracie
Μεταφράσεις: braciszek, szwagier, brat, brata, bratem, bracie