Αδερφός στα ουγγρικά

Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öcs, fiútestvér, testvér, testvére, bátyja, testvérem, bátyám
Αδερφός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδερφός

αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδερφός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αδερφή στα ουγγρικά - kétes, bekávézott, dilis, gyanús, lánytestvér, nővére, húga, ...
  • αδερφικός στα ουγγρικά - testvéri, felebaráti, a testvéri, testvéries, atyafiúi
  • αδιάβροχος στα ουγγρικά - vízálló, vízhatlan, vízzáró
  • αδιάθετος στα ουγγρικά - indiszponált, közérzet, jól magát, rosszullét, rossz közérzet
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: öcs, fiútestvér, testvér, testvére, bátyja, testvérem, bátyám