Αδερφός στα τούρκικα
Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφός
αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδερφός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αδερφή στα τούρκικα - acayip, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi
- αδερφικός στα τούρκικα - kardeşçe, kardeş, kardeşlik, kardeşçe bir
- αδιάβροχος στα τούρκικα - yağmurluk, su geçirmez, geçirmez, su geçirmez bir, sugeçirmez
- αδιάθετος στα τούρκικα - hasta, kendinizi iyi, rahatsız, kendini iyi, keyifsiz
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin
Μεταφράσεις: birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin