Αδερφός στα εσθονικά

Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vend, venna, venda, vennale
Αδερφός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδερφός

αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδερφός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αδερφή στα εσθονικά - kahtlane, õde, õe, őde, õele
  • αδερφικός στα εσθονικά - vennaskonna, vennalik, vennaliku, vennalikku, vennalikust, vennalikuks
  • αδιάβροχος στα εσθονικά - veekindel, veekindla, veekindlad, veekindlast, vee-
  • αδιάθετος στα εσθονικά - enesetunne, ennast halvasti, halva enesetunde, halva enesetunde korral, halb enesetunne
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vend, venna, venda, vennale