Αδερφός στα σουηδικά
Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bror, broder, brodern, brors
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφός
αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας σουηδικά, αδερφός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αδερφή στα σουηδικά - egendomlig, besynnerlig, sällsam, bisarr, egen, udda, konstig, ...
- αδερφικός στα σουηδικά - broder, broderlig, broderliga, broderligt, broders
- αδιάβροχος στα σουηδικά - vattentät, vattentätt, vattentäta, vatten, vattenfast
- αδιάθετος στα σουηδικά - dålig, sjuk, sjukdoms, obehag, dig dålig
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bror, broder, brodern, brors
Μεταφράσεις: bror, broder, brodern, brors