Αδερφός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αδερφός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bróðir, bróður
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφός
αδερφός ρουβα, αδερφός κασιδιάρη, αδερφός ονειροκρίτης, αδερφός ανδρέα γεωργίου, αδερφος ή αδελφος, αδερφός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδερφός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αδερφή στα ισλανδικά - systir, systur, systirin
- αδερφικός στα ισλανδικά - bróðurleg, bróðurlegt
- αδιάβροχος στα ισλανδικά - vatnsheldur, vatnsþétt, vatnsheld, vatnshelt
- αδιάθετος στα ισλανδικά - lasleika, illa, vanlíðan, vanlíðunar, ekki vel
Τυχαίες λέξεις
Αδερφός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bróðir, bróður
Μεταφράσεις: bróðir, bróður