Απαρχαιωμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остарял, остаряла, остарели, остарялата, остаряло
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απαρχαιωμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα βουλγαρικά - неприкосновеност, неприкосновеността, неприкосновени, неприкосновенност, ненарушимост
- απαριθμώ στα βουλγαρικά - изброявам, изброят, се изброят, изброяват, изброя
- απαστράπτω στα βουλγαρικά - сигнална ракета, пламък, изблик, лумвам, пристъп
- απασχολημένος στα βουλγαρικά - замятай, зает, заети, заета, натоварен, заето
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: остарял, остаряла, остарели, остарялата, остаряло
Μεταφράσεις: остарял, остаряла, остарели, остарялата, остаряло