Απαρχαιωμένος στα δανικά
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forældet, forældede, utidssvarende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας δανικά, απαρχαιωμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα δανικά - ukrænkelighed, ukrænkeligheden, ukrænkelige, boligens ukrænkelighed
- απαριθμώ στα δανικά - enkelthed, opregne, optælle, opregner, enumerate, opremse
- απαστράπτω στα δανικά - flare, Overstråling, opblussen, blusser, overstrålingen
- απασχολημένος στα δανικά - travlt, optaget, travl, travle, travlt med
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forældet, forældede, utidssvarende
Μεταφράσεις: forældet, forældede, utidssvarende