Απαρχαιωμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasenęs, pasenusi, pasenę, pasenusios, paseno
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απαρχαιωμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα λιθουανικά - neliečiamumas, neliečiamumą, neliečiamumo, neliečiamybę, neliečiamumu
- απαριθμώ στα λιθουανικά - detalė, išvardyti, išvardinti, išvardija, įvardinti, išvardijami
- απαστράπτω στα λιθουανικά - išvirtimas, raketa, paūmėti, saulės žybsnis, platėti
- απασχολημένος στα λιθουανικά - užimtas, užsiėmę, užimta, užsiėmęs
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pasenęs, pasenusi, pasenę, pasenusios, paseno
Μεταφράσεις: pasenęs, pasenusi, pasenę, pasenusios, paseno