Απαρχαιωμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gamaldags, úrelt, úreltar, úreltur, úrelta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, απαρχαιωμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα ισλανδικά - friðhelgi
- απαριθμώ στα ισλανδικά - telja, telja upp, enumerate, að telja upp, að telja
- απαστράπτω στα ισλανδικά - blossi, Kast, Kast í
- απασχολημένος στα ισλανδικά - starfsamur, upptekinn, tali, á tali, uppteknir, upptekin
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gamaldags, úrelt, úreltar, úreltur, úrelta
Μεταφράσεις: gamaldags, úrelt, úreltar, úreltur, úrelta