Απαρχαιωμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eskimiş, modası geçmiş, eski, süresi dolduğundan, güncel olmayan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, απαρχαιωμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα τούρκικα - bozulmazlık, dokunulmazlığı, dokunulmazlık, değişmezliği ilkesine, dokunulmazlığından
- απαριθμώ στα τούρκικα - ayrıntı, saymak, numaralandırmak, numaralandırılamıyor, numaralandırılamadı, Numaralandırılacak
- απαστράπτω στα τούρκικα - parlama, flare, alev, meşale, alevlenme
- απασχολημένος στα τούρκικα - meşgul, yoğun, yoğun bir, meşgul bir, işlek
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eskimiş, modası geçmiş, eski, süresi dolduğundan, güncel olmayan
Μεταφράσεις: eskimiş, modası geçmiş, eski, süresi dolduğundan, güncel olmayan