Απαρχαιωμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
archaïsch, verouderd, achterhaald, verouderde, achterhaalde, gedateerd
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απαρχαιωμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα ολλανδικά - onschendbaarheid, onaantastbaarheid, onschendbaar, de onschendbaarheid, zijn onschendbaar
- απαριθμώ στα ολλανδικά - bijzonderheid, detail, item, opsommen, opnoemen, sommen, te sommen, ...
- απαστράπτω στα ολλανδικά - gloed, flare, afvangen, flair, vuurpijl
- απασχολημένος στα ολλανδικά - bezet, bezig, druk, drukke, druk bezig
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: archaïsch, verouderd, achterhaald, verouderde, achterhaalde, gedateerd
Μεταφράσεις: archaïsch, verouderd, achterhaald, verouderde, achterhaalde, gedateerd