Απαρχαιωμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arcaico, desatualizado, desatualizados, ultrapassada, desatualizada, outdated
Απαρχαιωμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απαρχαιωμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απαραβίαστο στα πορτογαλικά - santidade, inviolabilidade, intangibilidade, de inviolabilidade, a inviolabilidade, inviolável
  • απαριθμώ στα πορτογαλικά - particularidade, detalhe, minúcia, pormenorizar, enumerar, enumera, enumerar os, ...
  • απαστράπτω στα πορτογαλικά - alargamento, labareda, chama, surto, queimador
  • απασχολημένος στα πορτογαλικά - ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arcaico, desatualizado, desatualizados, ultrapassada, desatualizada, outdated