Απαρχαιωμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стары, састарэлы, састарэўшы, састарэлую
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, απαρχαιωμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- απαραβίαστο στα λευκορωσικά - недатыкальнасць, недатыкальнасьць
- απαριθμώ στα λευκορωσικά - пералічваць, пералічаць
- απαστράπτω στα λευκορωσικά - ўспышка, выбліск, успышка
- απασχολημένος στα λευκορωσικά - занятай, заняты
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стары, састарэлы, састарэўшы, састарэлую
Μεταφράσεις: стары, састарэлы, састарэўшы, састарэлую