Απαρχαιωμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antiquato, arcaico, non é piú attuale, é piú attuale, obsoleto, obsolete
Απαρχαιωμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, απαρχαιωμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • απαραβίαστο στα ιταλικά - santità, inviolabilità, dell'inviolabilità, intangibilità, l'inviolabilità, all'inviolabilità
  • απαριθμώ στα ιταλικά - particolare, dettaglio, enumerare, elencare, enumerare le, enumerare i, enumerate
  • απαστράπτω στα ιταλικά - sfavillare, bagliore, fiammata, chiarore, riflesso, svasatura
  • απασχολημένος στα ιταλικά - diligente, occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: antiquato, arcaico, non é piú attuale, é piú attuale, obsoleto, obsolete