Απασχολημένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замятай, зает, заети, заета, натоварен, заето
Απασχολημένος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απασχολημένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα βουλγαρικά - остарял, остаряла, остарели, остарялата, остаряло
  • απαστράπτω στα βουλγαρικά - сигнална ракета, пламък, изблик, лумвам, пристъп
  • απασχολώ στα βουλγαρικά - зает, заети, заета, натоварен, заето
  • απασχόληση στα βουλγαρικά - игра, работа, наемане на работа, заетостта, заетост, на заетостта
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: замятай, зает, заети, заета, натоварен, заето