Απασχολημένος στα εσθονικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinni, hõivatud, toimekas, kiire, tegevusterohket, kiiretes
Απασχολημένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, απασχολημένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα εσθονικά - arhailine, vanamoeline, vananenud, aegunud, iganenud, Outdated, aegunenud
  • απαστράπτω στα εσθονικά - sätendama, loit, põletatud, väljajoondumise, väljajoondumine, ägenemine
  • απασχολώ στα εσθονικά - neelama, süüvima, hõivama, hõivatud, kinni, kiire, tegevusterohket, ...
  • απασχόληση στα εσθονικά - ajaviide, elatis, tööhõive, tööhõivet, tööhõivele, töö, töökohtade
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kinni, hõivatud, toimekas, kiire, tegevusterohket, kiiretes