Απασχολημένος στα ιταλικά
Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diligente, occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχολημένος
απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, απασχολημένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- απαρχαιωμένος στα ιταλικά - antiquato, arcaico, non é piú attuale, é piú attuale, obsoleto, obsolete
- απαστράπτω στα ιταλικά - sfavillare, bagliore, fiammata, chiarore, riflesso, svasatura
- απασχολώ στα ιταλικά - occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
- απασχόληση στα ιταλικά - passatempo, sostentamento, occupazione, lavoro, dell'occupazione, l'occupazione, di lavoro
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: diligente, occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
Μεταφράσεις: diligente, occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato