Απασχολημένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezet, bezig, druk, drukke, druk bezig
Απασχολημένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απασχολημένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα ολλανδικά - archaïsch, verouderd, achterhaald, verouderde, achterhaalde, gedateerd
  • απαστράπτω στα ολλανδικά - gloed, flare, afvangen, flair, vuurpijl
  • απασχολώ στα ολλανδικά - bezig, druk, drukke, bezet, druk bezig
  • απασχόληση στα ολλανδικά - voedsel, voeding, leven, werk, dienst, werkgelegenheid, de werkgelegenheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezet, bezig, druk, drukke, druk bezig